Γύρω στο 1960 τα ραδιόφωνα με τρανζίστορ είχανε για τα καλά μπει στη ζωή μας. Αποφάσισα λοιπόν και εγώ να αποκτήσω ένα. Το υπόγειο του καταστήματος “ΜΙΝΙΟΝ”, όπως θα θυμούνται πολλοί, ήταν ένα από τα πιο κατάλληλα μέρη για αυτήν την αγορά. Εκεί λοιπόν μετά από αρκετό ψάξιμο κατέληξα σε ένα “National Panasonic”, το οποίο μπορείτε να δείτε στη φωτογραφία. Η τιμή της αγοράς του ήταν 800 δρχ. Πήγα λοιπόν στο ταμείο εκεί όμως άκουσα με έκπληξη τον ταμεία να μου ζητά τα στοιχεία μου προκειμένου να τα στείλει στην ΕΙΡ (εθνικό ίδρυμα ραδιοφωνίας, η οποία ανάγκαζε τους κατόχους ραδιοφώνων να πληρώνουν μηναία εισφορά – για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτό κάντε κλικ εδώ).
-Άστο φίλε μου, δεν θα το πάρω, του απάντησα.
-Καλά, καλά μην ανησυχείτε, δεν θα τα στείλω, με διαβεβαίωσε.
Μάλλον θα ήταν το άγριο βλέμμα μου που τον έκανε να αλλάξει γνώμη αμέσως, έτσι το τρανζιστοράκι έγινε δικό μου. Τόση ήταν η λαχτάρα μου για το τρανζιστοράκι που εκείνο το βράδυ ξενύχτησα παρέα του. Το επόμενο πρωί ήμουν κουρασμένος από το ξενύχτι όμως χαρούμενος σαν να είχα κερδίσει το λαχείο. Από τότε έγινε αχώριστος φίλος μου. Τη μέρα στην οικοδομή, δούλευα σαν ηλεκτρολόγος και το βράδυ στο προσκέφαλό μου με τη μουσική του που με ηρεμούσε.
Και έφτασε η ώρα που έπρεπε να παρουσιαστώ για την στρατιωτική μου θητεία. Το πρώτο, και ίσως μοναδικό, πράγμα που πήρα μαζί μου ήταν το τρανζιστοράκι. Στην πύλη βλέποντάς το, ο αξιωματικός με ρώτησε αν είχα την εντύπωση πως θα πήγαινα εκδρομή. Δυστυχώς για μένα το κράτησε και μου το επέστρεψε μετά την ορκωμοσία. Το πως αισθανόμουν νεοσύλλεκτος και χωρίς αυτό δεν περιγράφεται.
Η τεχνολογία έφερε στο προσκήνιο τα FM με κατάληξη το τρανζιστοράκι μου να μπει κατά κάποιον τρόπο στο περιθώριο. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως έχει χάσει για μένα την αξία του, είναι ένα σημαντικό κομμάτι των νεανικών μου χρόνων…
Εδώ βλέπετε εισιτήρια της εποχής εκείνης. Αυτό που μας έκανε τους φίλους μου κι εμένα να τα μαζεύουμε είναι ότι διαβάζοντάς τα από την αριστερά προς τα δεξιά, αλλά και αντίστροφα, έχουν τον ίδιο αριθμό. Θα παρατηρήσετε πως το τελευταίο μόνο είναι διαφορετικό και για αυτό θα ήθελα να μιλήσω.
Ένα βράδυ γυρίζοντας από τη νυχτερινή σχολή που πήγαινα, ο εισπράκτορας (τα εισιτήρια τα κόβαμε μέσα στο λεωφορείο) μου έδωσε το εν λόγω εισιτήριο. Κοιτάζοντας το τρελάθηκα, γιατί απείχε μόνο ένα νούμερο από εισιτήριο που ταίριαζε στη συλλογή μου και άρχισα να παρακολουθώ τον κύριο που το πήρε. Δεν κατέβηκα στη στάση που έπρεπε να κατέβω, αλλά μετά από δύο στάσεις που κατέβηκε και εκείνος, ελπίζοντας ότι κάπου θα το πετάξει για να το πάρω. Τον ακολούθησα μέχρι το σπίτι του, αλλά μάταια, δεν το πέταξε! (τώρα που το σκέφτομαι, λέτε να ήταν κι αυτός συλλέκτης;)
Απογοητευμένος γύρισα στο σπίτι, καθυστερημένος φυσικά. Στην ερώτηση της μητέρας μου γιατί άργησα, δικαιολογήθηκα ότι έχασα το λεωφορείο και πήρα το επόμενο. Τι να της εξηγήσω για την περιπέτεια μου!
Τώρα πολλοί θα αναρωτιέστε γιατί δεν το ζήτησα από τον άνθρωπο. Τι να πω… άλλα χρόνια!
Τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα σε γειτονιά με πολλά παιδιά (συνοικισμός πολυτέκνων, νέα Λιόσια. Υπάρχει ακόμα). Εκεί λοιπόν όλη μέρα γυρνούσαμε ξυπόλητοι, παπούτσια βάζαμε την Κυριακή στην εκκλησία και όταν είχαμε σχολείο, στη γειτονιά αυτή που τα παιχνίδια μας τα φτιάχναμε μόνοι μας.
Το ξυλίκι, η μπάλα από πανιά και οι πιο τυχεροί έβρισκαν κανένα ρουλεμάν για να κατασκευάσουν πατίνι. Στου κυρ Στέλιου την αυλή υπήρχε ένα μεγάλο δέντρο με μια κούνια. Εκεί είχαμε συνωστισμό για το ποιός θα πρωτοκουνηθεί. Ώρες ατελείωτες κουνιόμασταν. Ο κυρ Στέλιος, όμως το μεσημέρι ήθελε να κοιμηθεί. Που να καταλάβουμε, όμως εμείς από μεσημέρι, που η μέρα δε μας έφτανε για το παιχνίδι! Που αν δε μας φώναζαν οι μανάδες μας το βράδυ, εκεί θα ξημερωνόμασταν!
Σε αυτή τη γειτονιά λοιπόν, μια μέρα εμφανίστηκε ο Χρήστος με ένα ρολόι στο χέρι. Όλο καμάρι μας είπε πως το είχε φέρει ο θείος του από την Αμερική. Κι εμείς για να πάρουμε λίγο από τη χαρά του, όλο τον ρωτούσαμε την ώρα κι εκείνος με χαρά μας έλεγε: «τρεις και τέταρτο, πέντε παρά δέκα, εφτά και είκοσι». Μετά από λίγες ημέρες στην ίδια ερώτηση, ο Χρήστος ζοριζόταν να μας απαντήσει και κάποια μέρα μας είπε ότι δεν πρέπει να κοιτά συνέχεια το ρολόι του, γιατί θα παλιώσει. Τι ήθελε και το είπε αυτό; Το δούλεμα που έπεσε μετά ήταν απερίγραπτο. Τον ρωτούσαμε τι ώρα ήταν ακόμα και όταν δε φόραγε το ρολόι.